- πεντηκοντάδραχμος
- πεντηκοντάδραχμοςworth fifty drachmaemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεντηκοντάδραχμος — η, ο / πεντηκοντάδραχμος, ον, ΝΑ αυτός που έχει αξία ίση με πενήντα δραχμές νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πεντηκοντάδραχμο χάρτινο ή μεταλλικό νόμισμα αξίας πενήντα δραχμών, το πενηντάρικο αρχ. το ουδ. ως ουσ. χρυσό νόμισμα ονομαστικής αξίας πενήντα … Dictionary of Greek
πεντηκοντάδραχμον — πεντηκοντάδραχμος worth fifty drachmae masc/fem acc sg πεντηκοντάδραχμος worth fifty drachmae neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκονταδράχμου — πεντηκοντάδραχμος worth fifty drachmae masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)